- δασπλήτις
- δασπλῆτις (-ιδος), η (Α)τρομερή, φρικτή, φοβερή («θεὰ δασπλῆτις Έρινύς», «χαῑρ' Έκάτα δασπλῆτι»).[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη αβέβαιης ετυμολ., για την ερμηνεία τής οποίας έχουν υποστηριχθεί πολλές απόψεις. Εάν υποτεθεί ότι η λ. είναι σύνθετη, τότε το β' συνθετικό -πλητίς συνδέεται μορφολογικά με τα πλησίον, άπλητος «απροσπέλαστος», πλάτις «πελάτις, σύζυγος», αλλά όχι και σημασιολογικά. Ενώ για το α' συνθετικό υποστηρίχτηκε είτε ότι συνδέεται με το δασύς* είτε ότι πρόκειται για τη συνεσταλμένη βαθμίδα δα- (πρβλ. δάπεδον) τής ρίζας *dem- «χτίζω». Κατ' άλλους το δασπλήτις έχει σχέση με τα «σφαλάσσειντέμνειν, κεντείν» (Ησύχ.) και σπολάς, ενώ το δα- τού τ. είναι επιτατικό (πρβλ. δαφοινός). Τέλος άλλοι υπέθεσαν ότι δασπλήτις προέρχεται από *δατσπλήτις, τού οποίου το α' συνθετικό αποτελεί ασθενή βαθμίδα τού θ. οδοντ- (πρβλ. οδούς) χωρίς το αρχικό φωνήεν].
Dictionary of Greek. 2013.